- υδατοσκοπικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά ο υδροσκοπικός (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδατοσκοπικός — ή, ό, Ν [υδατοσκοπία] υδροσκοπικός … Dictionary of Greek